- κρυφοκαίω
- 1. καίω κάτι κρυφά2. (αμτβ.) καίγομαι χωρίς φλόγα3. ταλαιπωρούμαι χωρίς να τό δείχνω, βασανίζομαι ενδόμυχα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διασμύχω — (Α) κρυφοκαίω, κουφοκαίω … Dictionary of Greek
εντύφω — ἐντύφω (Α) 1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι 2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω 3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος παγόπληκτος … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
τύφω — Α 1. σηκώνω καπνό («ἐσβάντες ἐς τὰ πλοῑα τύφειν καπνόν», Ηρόδ.) 2. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω 3. (μτβ.) α) περιβάλλω με καπνό («τῡφε πολλῷ τῷ καπνῷ [τοὺς σφῆκας]», Αριστοφ.) β) γεμίζω κάτι με καπνό («τῷ καπνῷ τύφων ἅπασαν τὴν πόλιν καὶ… … Dictionary of Greek
υποτύφω — Α 1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.) 2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ. β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.) 3. παθ. ὑποτύφομαι (μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή… … Dictionary of Greek
υποφλεγμαίνω — Α 1. είμαι λίγο φλεγμονώδης 2. μτφ. (για θυμό) εξερεθίζομαι, κρυφοκαίω («καὶ μέχρι τούτου ὁ τοῡ βασιλέως θυμὸς ὑπεφλέγμαινεν», Θεοφύλ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φλεγμαίνω «φλογίζομαι, έχω φλεγμονή»] … Dictionary of Greek
κουφοκαίω — κουφόκαψα, κουφοκάηκα, κουφοκαμένος, η, ο, καίω αργά και χωρίς φλόγα, κρυφοκαίω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)